γονόκοκκος — ο (ιατρ.), το βακτηρίδιο που προκαλεί τη βλεννόρροια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιδοιίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η φλεγμονή αυτή οφείλεται στην εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό μικροβίων στο πλακώδες επιθήλιο του αιδοίου και οφείλεται είτε σε τραυματισμό (ρήξη του υμένα, αυνανισμός κ … Dictionary of Greek
αιμοκαλλιέργεια — Μέθοδος άμεσης αναζήτησης μικροβίων του αίματος με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό. Για τον σκοπό αυτό αναμειγνύουν το αίμα που πρόκειται να διερευνηθεί με κατάλληλο θρεπτικό υλικό και επιδιώκουν να γίνει επώαση σε συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
διπλόκοκκος — (diplococcus). Μικρόβιο της ομάδας των κόκκων, του οποίου τα στοιχεία συνδυάζονται ανά δύο (π.χ. δ. της πνευμονίας ή πνευμονόκοκκος, δ. της βλεννόρροιας ή γονόκοκκος, δ. της εγκεφαλονωτιαίας μηνιγγίτιδας ή μηνιγγιτιδόκοκκος κ.ά.). Ο συνδυασμός… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
ωοθηκίτιδα — Φλεγμονή της ωοθήκης. Διακρίνεται σε οξεία και χρόνια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμφανίζεται ύστερα από φλεγμονή των άλλων γεννητικών οργάνων ή ως συνέχεια γενικής λοίμωξης. Τα μικρόβια, που συνήθως σχετίζονται με την ω. είναι ο στρεπτόκοκκος … Dictionary of Greek
βλεννόρροια — η αφροδίσιο νόσημα που προκαλείται από το μικρόβιο γονόκοκκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)